Название | Το βιβλίο του μικρού αδερφού |
---|---|
Автор произведения | Gustaf af Geijerstam |
Жанр | Зарубежная классика |
Серия | |
Издательство | Зарубежная классика |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Η αντίστασή μου είχε χαθεί τώρα ολότελα.
Άφησα να με σέρνη χωρίς θέληση η γυναίκα μου και δεχόμουνα την κάθε εντύπωση με μια συγκίνηση, σα να είμουνα δώδεκα χρόνια νεώτερος και να καθόμουνα στο κατάστρωμα και να τραβούσα προς νέα άγνωστα τέρματα, που μέλλανε ναλλάξουνε την καθημερινή ζωή μου και να δώσουνε σ' όλην την ύπαρξη, νέες άποψες. Η γυναίκα μου μού φαινότανε ξανανιωμένη όπως και γω. Το πρόσωπό της το χρωμάτιζε απαλή κοκκινάδα και τα μάτια της φεγγοβολούσανε με τη λάμψη εκείνη που δίνει η ευτυχία. Η φωνή της είχε τόνους αόριστης τρυφερότητας, που με χαδεύανε μ' όλη τη δύναμη της χίμαιρας, που πλημμυρούσε και τους δυο μας, και μεταξύ μας πετούσανε λόγια και χαμόγελα, βλέμματα και κινήματα, όπως γίνεται μόνο στον πρώτον καιρό της αγάπης.
Κι όταν το βαπόρι μας έβγαλε τέλος στη στεριά, αφού σταθήκαμε μόνοι στην αποβάθρα και βλέπαμε το πλοίο που έφευγε, πιαστήκαμε έπειτα μέση με μέση και πήραμε αργά το δρόμο, που πήγαινε φιδωτός ανάμεσα σε λεφτοκαριές και ψηλές ροζιάρικες βελανιδιές. Στα κλαδιά τους μόλις φαινόταν ένα πράσινο ανοιξιάτικο χνούδι και τότε είδαμε πόσο λίγο είταν προχωρημένη γύρω μας η βλάστηση. Η θάλασσα, που κρατεί σφιγμένο στο κρύο της αγκάλιασμα όλο το σύμπλεγμα των βραχόνησων, τα ζώνει με την ψύχρα των πάγων, που εμποδίζει την εργασία της άνοιξης. Εδώ δε χλόιζε ο τόπος όπως μέσα στη στεριά, όπου λιβάδια και δάση φουντώνουν γλήγορα, προφυλαγμένα όπως είναι από τη ζώνη των βραχόνησων, που κρατεί μακριά τους βορεινούς ανέμους. Εδώ είταν ερημιά και κρύο, στα κλαδιά των δέντρων φαινόντανε χλωμά ανοιχτοπράσινα σημάδια, που λάμπανε σταχτεροκίτρινα, οι ιτιές είταν γεμάτες χνουδωτά ανθάκια, η χλόη κρεμότανε κάτω από τα ξερόφυλλα κ' οι ανεμώνες, που μέσα στη στεριά είτανε πια μαδημένες, εδώ ανθίζανε λευκογαλάζιες κάτω από τους κλάδους των χαμηλών λεφτοκαριών.
Αυτή ίσια ίσια η αργή ανάπτυξη της φύσης πλημμυρούσε και τους δυο μας με μια νέα ευτυχία, βυθισμένοι καθώς είμαστε στην ψυχική διάθεση μας.«Βλέπεις, εδώ έρχεται αργότερα, όπως τότε»! – «Ξέρεις όσα κάθουνται στα νησιά βλέπουνε δυο φορές την άνοιξη!»
Και κοιτάζαμε πέρα το πλατύ φιόρδ, που έζωνε όλην αυτή την αργοπορημένη άνοιξη, και χαιρόμαστε τους γλάρους που πετούσαν όπως μια φορά σε μακρουλά τόξα απάνω από το γαλανά νερό, χαιρόμαστε τα λευκά φτερά τους, που γυαλίζανε στον ήλιο, και σταθήκαμε να δούμε το παιγνίδι τους καλήτερα, καθώς βουτούσανε στον αέρα και φθάνανε στο νερό, στο μέρος, όπου το άγρυπνο μάτι τους ξάνοιγε τη λεία.
Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας.
Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό. Χωρίς ναλλάξουμε λέξη, γεμάτοι από την παράξενη διάθεση, που κυρίευε και τους δυο μας και