Название | Το βιβλίο του μικρού αδερφού |
---|---|
Автор произведения | Gustaf af Geijerstam |
Жанр | Зарубежная классика |
Серия | |
Издательство | Зарубежная классика |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Η νέα αυτή περιέργεια σκόρπισε σχεδόν όλον τον κόσμο των ονείρων, που μας έδενε ως τώρα, και πλάτυνε τον κύκλο της αίστησής μας τόσο, ώστε να περικλείση και τη ζωή εκείνων, που είχανε ζήσει κ' εργαστεί και υποφέρει σ' αυτό το μέρος και που ο καιρός που πέρασε τους άλλαξε τόσο σκληρά, ώστε να μην τους χρυσώνουν πια ευτυχισμένα όνειρα την τραχειά πραγματικότητα.
Κ' ενώ γυρίσαμε τη σκέψη μας στους ανθρώπους αυτούς, που πρωτήτερα τους θεωρούσαμε μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της δικής μας χαράς, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στη λάμψη του ηλιού, που έπεφτε στη σκάλα, παρουσιάστηκε μια καμπουριασμένη γειτόνισσα και μας κοίταξε μ' ένα χαμόγελο, που έδειχνε πως μας γνώρισε. Φαινότανε τόσο γερασμένη, που έμοιαζε σα να βγήκε από κάποιο παραμύθι, ακκουμπούσε σ' ένα ραβδί και τα σουρωμένο πρόσωπό της ζάρωνε ακόμα περσότερο από τον πόνο, όταν κινούσε το αρθριτικό κορμί της.
– Αλλοιώς το αφήσανε κι αλλοιώς το βρίσκουνε ταφεντικά… είπε η γερόντισσα.
Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι.
Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας. Ο κήπος είταν παραμελημένος όπως κι όλο το καινούριο σπίτι, η χλόη έπνιγε τους δρόμους, όπου περπατούσαμε μια φορά, και στο κιόσκι κάτω στην ακρογιαλιά σαπίζανε τραπέζια και καθίσματα, γιατί κανένας δε διόρθωνε ό,τι χαλούσε η βροχή κι ο άνεμος.
Χωρίς να χρειαστή να τους ρωτήσουμε, μας διηγηθήκανε οι δυο γέροι πως τους έτρεξε το κακό. Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια.
Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του. Γι' αυτό οι γειτόνοι στέκανε και κοιτάζανε χωρίς να μπορούνε ναρθούνε να βοηθήσουν. Μόνοι τους οι δυο γέροι γλυτώσανε ό,τι μπορέσαν κ' έπειτα στέκανε και κείνοι και κοιτάζανε να καίεται ό,τι είχαν, δίχως να μπορούνε να κάμουν τίποτε.
Με τις τελευταίες σπίθες που σβηστήκανε στη στάχτη, έσβησε και σ' αυτούς η τελευταία ελπίδα πως θα μπορούσανε να περάσουν άνετα τα γερατιά τους. Μια μόνο έφτασε να σαρώση όλα όσα μαζευτήκανε σε χρόνια.
Σα χτυπημένοι από την ίδια μοίρα καθόνταν εκεί εκείνοι οι δυο, που λίγες στιγμές προτήτερα αιστανόνταν τον εαυτό τους ξανανιωμένον, κι ακούγανε τα βαρειά, τα λίγα λόγια των γερόντων, που τους ερήμωσε το σπίτι η πυρκαϊά. Ακριβώς το συγκινητικά συνηθισμένο της ιστορίας αυτής με τις διάφορες ασήμαντες λεπτομέρειες κατασύντριψε τους ξένους· γύμνωσε τα όνειρά μας από τη λαμπράδα της χίμαιρας και μας πλημμύρισε με σιωπηλή μελαγχολία. Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον