Название | Το βιβλίο του μικρού αδερφού |
---|---|
Автор произведения | Gustaf af Geijerstam |
Жанр | Зарубежная классика |
Серия | |
Издательство | Зарубежная классика |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της:
– Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω.
Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους! Άκουσα κάποτε μια γυναίκα να λέη του αντρός της:
– Δεν πιστεύεις πως υπάρχουνε μερικές γυναίκες, που αιστάνουνται αληθινά εκείνα που λεν όλες οι γυναίκες;
Θυμούμαι πως μου ήρθε αυτό στο νου, όταν άκουσα τα λόγια της γυναικός μου και πως με το συναίστημα της αλήθειας των λόγων αυτών, της έσφιξα το χέρι σα μόνη απάντηση. Ένοιωσα πως αυτό που είπε, το είπε σοβαρά κ' ήξερα πως η λέξη αιστηματικότητα δεν είχε δω τη θέση της. Μα είδα κιόλας πως περίμενε να της πω κάτι και γω και γι' αυτό της απάντησα:
– Δεν πιστεύεις πως κατιτί μπορεί να γεράση και να γίνη συνηθισμένο, χωρίς να χάση τίποτε από τη δύναμη, τη χαρά και την ιερότητά του;
Τέντωσε τα μάτια και με κοίταζε, σα να ήθελε να δη στο βάθος της ψυχής μου. Έπειτα με πλησίασε και με φίλησε και παρατήρησα πως τα μάτια της είταν υγρά, εκεί που αιστανόμουνα όλο το σώμα της γυρμένο στο δικό μου με μια μοναδική μεγάλη τρυφερότητα.
– Τότε ας γεράση κι ας γίνη συνηθισμένο, είπε. Το λαχταρώ να γίνη.
Δεν είπαμε ούτε λέξη πια. Είδα όμως πως όλη την ημέρα είτανε γεμάτη ήσυχη, σιωπηλή χαρά. Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή.
Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου. Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο.
Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός. Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο.
Έτυχε όμως ναρθή στο σπίτι μας η λύπη και τών ρα [τώρα;] το εννοώ πως θα είτανε δυνατό να μας χωρίση, ά – δεν [α δεν;] μπορούσα να λυπηθώ όπως εκείνη. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ.
Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης. Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα