Название | Το βιβλίο του μικρού αδερφού |
---|---|
Автор произведения | Gustaf af Geijerstam |
Жанр | Зарубежная классика |
Серия | |
Издательство | Зарубежная классика |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Μα στα βραχόνησα υπάρχουν κάποιες ιστορίες και μια από αυτές είναι κ' η ιστορία των μικρών κόκκινων σπιτιών στην άκρη του δάσους. Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.
Οι δυο ξένοι, που ζητούσανε τα χνάρια της νεανικής τους ευτυχίας, βρεθήκανε και δω μπροστά σ' ερείπια. Είτανε σα να τους κυνηγούσανε παντού χαλάσματα. Και κυριεμένη από μια ανησυχαστική αγωνία η Έλσα άφησε το μπράτσο μου. Ανέβηκε το λόφο, το γεμάτο ξερόκλαδα, κ' έφτασε σ' ένα φράχτη που του έλειπε η πόρτα και στους πάλους απομένανε δυο σκουριασμένα, στραβωμένα σίδερα.
Εδώ ακκούμπησε τα χέρια στο φράχτη κι αφίνοντας ελεύτερο το δρόμο στα ευκολοάλλαχτα αιστήματα, που της πλημμυρούσαν την ψυχή, ξέσπασε σ' ένα σφοδρό κλάμα, σε λυγμούς, σα να σωριάστηκε στην κεφαλή της όλη η δυστυχία της ζωής. Μου έσπρωξε το χέρι όταν έκαμα να τη χαδέψω κ' έκλαιγε τόση ώρα, ώστε άρχισα να χάνω την υπομονή και τη βίασα να φύγουμε για να μη φτάσουμε αργά στο βαπόρι.
Δε μ' άκουε, αγκάλιασε τον ώμο μου κ' είπε:
– Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε ναρθούμε.
Κι ομολόγησε πως λογάριαζε καιρό την εκδρομή αυτή, πως την επιθυμούσε χρόνια, πως τυχαία, δεν ήξερε κ' η ίδια πώς, της ήρθε η ιδέα πως έπρεπε να γίνη τώρα, τώρα αμέσως. Σταπόκρυφά της όνειρα η ιδέα της εκδρομής αυτής είχε δεθεί τόσο παράξενα με την ιδέα ολάκερης της ευτυχίας μας. Της φαινότανε σα να έπρεπε να κάνουμε την εκδρομή αυτή, σα να μην μπορούσε να βεβαιωθή πράγματι για την ευτυχία της πριν ξαναδή αυτό το μέρος, έτσι όπως το είδε μια φορά κι όπως το έβλεπε πάντα στα όνειρά της. Είπε πως είχε σκοπό, άμα θαρχόμαστε μαζί εδώ έξω, να με παρακαλέση ναρθούμε να κατοικήσουμε άλλο ένα καλοκαίρι. Κ' ήξερε πως δε θα μπορούσα να της το αρνηθώ. Μα τώρα που δεν έμενε πια τίποτε, τίποτε απ' όλα εκείνα που είτανε μια φορά δικά της, τώρα της φαινότανε πως κόπηκε ο κρίκος που την έδενε με τη ζωή την ίδια.
Έμεινα άφωνος εμπρός στο απελπισμένο ξέσπασμά της κ' εννοούσα μόνο πως είχα να κάνω με μια από κείνες τις φαντασιοπληξίες ή τα όνειρα, που για έναν άνθρωπο με έντονη συναισθηματική ζωή έχουν μεγαλήτερη σπουδαιότητα παρότι η ίδια η ζωή. Όσο για μένα, αιστάνθηκα βέβαια και γω συγκίνηση, τόσο από τις ενθύμησες που μου ξυπνούσαν αυτά τα μέρη, όσο κι από την καταστροφή που έγινε κει. Μα ούτε σκέφτηκα διόλου να συνδέσω την ερήμωση αυτή με ό,τι μου είταν αγαπημένο και σημαντικό. Κ' έμεινα σαστισμένος εμπρός σ' αυτό το ξέσπασμα του πόνου.
Δοκίμασα να το ησυχάσω με τα συνηθισμένα μέσα, που ησυχάζει ο άντρας το γυναίκιον πόνο. Με χάδια. Μα η Έλσα μου έσπρωξε το χέρι, γιατί είδε πως ο μαλακός μου τρόπος έκρυβε μια παρηγοριά, που την περιφρονούσε. Ήθελε μόνο συμπάθεια. Το πρόσωπό της πήρε σιωπηλή, απλησίαστη έκφραση, σα να είχε υποτάξει όλο της το είναι