Αγαμέμνων. Aeschylus

Читать онлайн.
Название Αγαμέμνων
Автор произведения Aeschylus
Жанр Зарубежная драматургия
Серия
Издательство Зарубежная драматургия
Год выпуска 0
isbn



Скачать книгу

πάλι και τι 'ναι τα στερνά γερατειά,

      όταν πιάνουν και ρεύουν τα φύλλα;

      Το δρόμο του σέρνει με πόδι τριπλό

      κι όχι από 'να παιδί πιο καλός,

      ωσάν όνειρο μέρας πλανιέται.

      Αλλά εσύ, του Τυνδάρου ω κόρη,

      Κλυταιμνήστρα βασίλισσα,

      τι συμβαίνει; τι νέο; τι έμαθες; ποια

      νάχης τάχα αγγελία και γύρω παντού

      για θυσίες ετοιμάζεις;

      κι όλων τώρα οι βωμοί των θεών

      αστυνόμων, υπάτων, χθονίων,

      θυραίων, αγοραίων,

      απ' τα δώρα σου καίουν;

      Κι άλλη εδώ κι άλλη εκεί ανεβαίνει ψηλά

      ως τα ουράνια φωτιά

      με του αγίου θρεμμένη λαδιού τις αγνές

      και καθάριες γητειές,

      από του παλατιού τα κελλάρια.

      Απ' αυτά λέγοντάς μου ό,τι θες και μπορείς

      και ταιριάζει ν' ακούω,

      γίνου συ μου γιατρός της φροντίδας αυτής,

      που μια τώρα μου δέρνει το νου,

      και μια πάλι απ' αυτές τις θυσίες, γλυκειά

      η ελπίδα μου διώχτει

      τον καρδιοσωμό

      της αχόρταγης έγνοιας μου τούτης.

      Να ψάλλω νοιώθω πως μπορώ του δρόμου το σημάδι,

      που με καλό ξεκίνησαν οι δυο μας στρατηγοί.

      Γιατί μου εμπνέουν τα γερατειά ακόμη αυτή τη χάρι,

      του τραγουδιού τη δύναμη, τη θεϊκή:

      Πώς του πολέμου το πουλί ξεπροβοδάει και στέλλει

      της νιότης της ελληνικής τη δίθρονη αρχή,

      τους ομογνώμους αρχηγούς, με σίδερο στο χέρι,

      και μ' εκδικήτρα δύναμη στη γη την Τρωική.

      Δυο βασιλιάδες των πουλιών στων πλοίων τους βασιλιάδες

      φάνηκαν, μ' άσπρη ο ένας τους κι ο άλλος με μαύρη ουρά

      πλάι στα παλάτια, απ' το δεξί του κονταριού το χέρι,

      σε πρόφαντη ψηλή μεριά,

      κι αρπάζοντας σπαράζανε, στον τελευταίο της δρόμο,

      μια λάγισσα, με πρόσβαρη της ώρας της κοιλιά.

      Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά.

      Κι ο σοφός μάντης του στρατού απείκασε άμα είδε

      στους λαγοφάγους τους αητούς τους οδηγούς του δρόμου,

      τους πολεμάρχους δυο αδερφούς κ' ισόψυχους Ατρείδες

      και τέτοια λέει μαντεύοντας: «Θα πάρη, μα με χρόνο,

      αυτός που ξεκινά ο στρατός την πόλι του Πριάμου

      κι όλα των πύργων ταγαθά και του λαού τα πλούτη

      θ' αρπάξει η Μοίρα με τη βιά, φθάνει μόνο απ' το φθόνο

      το θεϊκό να μη βλαβή πριν απ' το τέλος τούτη

      της Τροίας η ζώνη η δυνατή, γιατί η αγνή παρθένα.

      η Αρτέμιδα η πονετικιά,

      μάχεται του πατέρα της τα φτερωτά σκυλιά,

      που πριν της γέννας σπάραξαν μ' όλη μαζί τη γέννα

      τη λάγισσα την κακομοίρα

      κ' εχθρεύεται των αητών τα δείπνα.

      Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά!

      Τόσο καλόβουλη η Καλή στις τρυφερές δροσιές

      και των πυρών των λεονταριών και στις γαλαθηνές

      τις γέννες όλων των αγρίων θηρίων,

      ζητάει σε τέλος των πουλιών να φέρη τα σημάδια,

      που αν και δεξιά, μα και πολλά γιομάτα 'ναι ψεγάδια.

      Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως στείλη

      ενάντιους καιρούς στους Δαναούς και δέσουν τα καράβια

      πολύν