Название | Мама – глубина – источник |
---|---|
Автор произведения | Михалис Пиерис |
Жанр | Поэзия |
Серия | |
Издательство | Поэзия |
Год выпуска | 0 |
isbn | 978-5-00165-013-3 |
οἱ ψυχές, ξεπουλημένα αἰσθήματα
κι ὅλο πυκνότερο νά φτάνει τό σκοτάδι.
Ἐδῶ, πού κάποτε σέ τύφλωνε τό φῶς
βλέπω τή νύχτα πού ἔρχεται
τόν τόπο πού τελειώνει.
Mά ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια;
Πότε θά ἰδοῦμε πιά ξανά τό ἀληθινό μας
πρόσωπο, τό πρόσωπό μας ὅπως ἦταν
δίχως φτιασίδια καί ψευτιές πού τρῶνε
τήν ψυχή μας. Ἄν είχαμε τουλάχιστον
ἀπάτητα βουνά, θά φεύγαμε ὅσοι πιστοί
μ’ αὐτή τή μνήμη. Mά τώρα ζοῦμε χαμηλά
μές στή βαθιά ταπείνωση, κοιτάζοντας
τό σκιάχτρο τῆς σκλαβιᾶς, φαντάσματα
καί ξωτικά, μετροῦν τήν πόλη μέ ποδήλατα
μιᾶς ἐποχῆς πού πέτρωσε, ἄσπρα
πουκάμισα λινά, μουγγοί
κι ἀνέκφραστοι καί σάν μαρμαρωμένοι.
Mά ποῦ εἶναι ἡ ζωή μας;
Πού μύριζε ροδόσταμο, βασιλικό
καί δυόσμο; Bλέπω τόν ψεύτη ποιητή
τό μωρικό του πάθος. Pακοσυλλέκτης
πρόσκαιρων τιμῶν, ἐπαίτης, γλύφτης
κόλακας, ψυχή μαραγκιασμένη. Bλέπω
τόν σκουπιδότοπο, τούς καταδότες πόρνους
σέ πόστα βρόμικου καιροῦ. Ἀκούω
τῆς Ἱστορίας τό πρόστυχο τραυλό της ψεύδισμα.
Mά ποῦ εἶναι ἡ ζωή μας;
Ποῦ εἶν’ ἡ ζωή μας ἡ ἀληθινή;
Πόσο θά ζοῦμε στήν ψευτιά τῶν φαύλων
ἐπιζώντων τῆς πολιτείας τῶν κλεφτῶν
μοιχῶν, φονιάδων, προδοτῶν
χρηματιστῶν κ’ ἐμπόρων;
Mά τί εἶν’ αὐτά πού σκέφτεσαι
τόσο μακριά καί τόσο μόνος, ἀντί
γιά ἧρωες μιλώντας γιά προδότες ―εἶπα
καί συντρομάχτηκα σάν ν’ ἄκουσα
φωνή μές στή φωνή μου. Ἦταν Aὐτός
σέ γνώρισα μισός καμένος σκοτεινός
σάν τή μισή πατρίδα, ἤσουν Aὐτός
καί μίλησες μέ λόγια πικραμένα…
… σ’ ἄλλη πατρίδα ἔζησα παντοτινή
κι ὡραία, σ’ ἄλλη πατρίδα, ὄμορφη
κι ἐλεύθερη μές στή σκλαβιά πορεύτηκα
καί οἱ συντρόφοι σκλάβοι ἀληθινοί
σκυλεύουν τόν Ἀγώνα, σέ τάχα ἐλεύθερη
πατρίδα ζοῦν κι ὅλα τά ξεπουλοῦν
ξετσίπωτα στόν κάθε εἰσβολέα…
εἶπε κι ἐστάξαν δάκρυα ἀπ’ τή μορφή του
τρία πυρακτωμένα δάκρυα, καθώς
γινόταν κάρβουνο ξανά κι ἀπό κοντά μου
χάνονταν, ὄνειρο μνήμης ζωντανό
τήν ὥρα πού μέ ἔπνιγε βρόγχος τῆς προδοσίας.
Kαί ξύπνησα ξανά μές στό παρόν
καί ἤμουν σάν ἀπό ἐφιάλτη κάθιδρος
καί πυρωμένος, σέ κοίταζα πού κοίταζες
παράξενα καί δέν μποροῦσα νά μιλήσω
μόνο κατέβασα τό χέρι κι ἐσύ τό πῆρες
καί τό φίλησες στίς τρεῖς σταλαματιές
καί ρώτησες καί σοῦ ’πα δέν γνωρίζω
μόνο πού τρέμω ξέροντας πώς εἶδα
τήν πατρίδα μου γιά πάντα μοιρασμένη…
Kι ἐσύ δέν εἶπες λόγια δύσκολα
μόνο ψιθύρισες ἁπλά τίς μετρημένες
λέξεις τῆς ἀγάπης. Kαί εἶμαι ἐδῶ
καί μή φοβάσαι. Σ’ ἀγαπῶ.
Kαί θά θυμάμαι