Название | Το βιβλίο του μικρού αδερφού |
---|---|
Автор произведения | Gustaf af Geijerstam |
Жанр | Зарубежная классика |
Серия | |
Издательство | Зарубежная классика |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Μα θέλω να τα ιστορήσω εξαρχής και να διηγηθώ όλα όσα κλείνει το βιβλίο αυτό, όπως διηγούνται ένα όνειρο. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο στον αναγνώστη – όλα αυτά δεν είναι τίποτες άλλο παρά το βιβλίο, που με παρακάλεσε να γράψω ο μικρός αδερφός.
Είταν όνειρο πως ερωτεύτηκα, πως παντρεύτηκα και πως απόχτησα παιδιά; Είταν όνειρο πως στάθηκα ευτυχισμένος και δυστυχισμένος όσο δε λέγεται; Είταν όνειρο, ή τα έζησα πράγματι όλα αυτά, όλα αυτά που φαίνουνται πως μου σκεπάζουν κάθε άλλο περιστατικό από την ανθρώπινη ζωή, που είδα στον ορίζοντά μου; Τώρα μου φαίνεται πως στέκω μ' έναν ακατανόητον τρόπο – όχι απάνω, κάθε άλλο παρά απάνω – αλλά μακριά απ' όλα αυτά και το μόνο που με φτάνει είναι ένας τόνος ευλαβητικός και τόσο εκστατικός, που ούτε αυτή η μουσική δε θα μπορούσε να τον εκφράση μ' αισθητόν τρόπο. Ναι, μόνον όταν θα έχω γραμένο πια εκείνο που τώρα ζητά το δρόμο του απάνω στάγραφα φύλλα, που ίσως μια μέρα γίνουνε βιβλίο, μόνο τότε ελπίζω πως η ίδια η διήγηση θα μπορέση να μου δώση το κλειδί για να λύσω το αίνιγμα, που με βασανίζει και με ανησυχεί τώρα: τι δηλαδή είτανε στη ζωή μου όνειρο και τι πραγματικότητα.
Γιατί δεν είναι μόνο η λύπη που με σφίγγει. Είναι μαζί κ' η απορία για κείνα που έχουν γίνει, η ίδια απορία που σαλεύει στο βάθος κάθε συνειδητής ζωής —
Τη στιγμή αυτή θυμούμαι πως ένα βράδι μπήκα στην κάμαρα της γυναικός μου και τη βρήκα να κάθεται συλλογισμένη μ' ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Διάβαζε στο βιβλίο και το πρόσωπό της φαινότανε δυσαρεστημένο.
Έσκυψα απάνω από τον ώμο της κ' είδα πως το βιβλίο που διάβαζε είταν η Γραφή. Είταν ανοιχτή στο πρώτο βιβλίο του Μωυσή κι όταν τη ρώτησα τι διάβαζε, μου έδειξε μόνο τις δυο σειρές, που μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα στην κάτω άκρη της σελίδας. Και διάβασα τα λόγια:
«Κατηραμένη η γη ένεκα σού. Με πόνους να γεννάς τα τέκνα σου».
– Δεν είναι φριχτό; μου είπε. Δε θυμούμαι να γέννησα με πόνους. Δεν το σκέφτηκα ποτέ.
Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος.
– Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.
Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο.
– Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ.
– Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο.
– Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε.
– Εγώ;