Ευμενίδες. Aeschylus

Читать онлайн.
Название Ευμενίδες
Автор произведения Aeschylus
Жанр Зарубежная классика
Серия
Издательство Зарубежная классика
Год выпуска 0
isbn



Скачать книгу

ΕΥΜΕΝIΔΕΣ

      Εις τας Ευμενίδας, το τελευταίον δράμα της Ορεστείας, η σκηνή υπόκειται κατ' αρχάς μεν εις τον ναόν του Πυθίου Απόλλωνος εν Δελφοίς, όπου, υπό την προστασίαν του Θεού, ο μητροκτόνος Ορέστης ευρίσκει προσωρινόν άσυλον από την καταδίωξιν των Ερινύων. Ο ίδιος ο θεός αποκοιμίζει τας τιμωρούς θεάς και διευκολύνει την φυγήν του Ορέστου, όστις κατά συμβουλήν του καταφεύγει εις τας Αθήνας, ικέτης της Αθηνάς. Εις τας Αθήνας λοιπόν συνεχίζεται και τελειώνει η πράξις. Η Αθηνά δεχθείσα ικέτην τον Ορέστην, μη δυναμένη όμως αφ' ετέρου να παρίδη το δίκαιον των φοβερών Ερινύων, συνιστά εκ των πολιτών το μέγα και σεμνότατον εκείνο κριτήριον του Αρείου Πάγου, διά να αποφασίση περί της τύχης του υποδίκου. Η διαδικασία διεξάγεται καθ' όλους τους τύπους της ποινικής νομοθεσίας των Αθηναίων, και με την ψήφον της Αθηνάς, επελθούσης ισοψηφίας, ο Ορέστης κηρύσσεται ελεύθερος του φόνου. Αλλ' η τοιαύτη απόφασις εξεγείρει φοβεράν την οργήν των Ερινύων κατά της πόλεως των Αθηνών, την οποίαν μόλις και μετά βίας επί τέλους κατευνάζει η Αθηνά διά της πειθούς και των υποσχέσεών της. «Τοιουτοτρόπως η τέχνη του ποιητού τερματίζει την μακράν ταύτην σειράν τραγικών καταστροφών, την φοβεράν και αιματηράν ταύτην τριλογίαν, με την παρήγορον εικόνα μιας ιεράς τελετής, με τα ευσεβή εφύμνια τα αντηχούντα από της σκηνής και προς τα οποία ανταποκρίνονται εκ του αμφιθεάτρου αι θορυβώδεις και χαρμόσυνοι επευφημίαι των θεατών». (M. Patin). – Περιώνυμος έμεινεν εις το Αττικόν θέατρον, διά την πρωτοφανή κατάπληξιν την οποίαν επροξένησεν, η σκηνή εκείνη των Ευμενίδων, όπου το φάσμα της Κλυταιμνήστρας εξεγείρει εκ του ύπνου τας Ερινύας και τας παρορμά εις νέαν καταδίωξιν του φονέως της υιού της.

ΠΡΟΣΩΠΑ

      ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ

      ΑΠΟΛΛΩΝ

      ΟΡΕΣΤΗΣ

      ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ

      ΧΟΡΟΣ

      ΑΘΗΝΑ

      ΠΡΟΠΟΜΠΟΙ

      ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ

      Πρώτο δοξάζω απ τους θεούς στη δέησί μου

      την πρωτομάντισσα τη Γη· και υμνώ κατόπι

      τη Θέμιδα, που δεύτερη, καθώς το λέγουν,

      σ' αυτό το μητρικό της κάθησε μαντείο·

      και τρίτη στη σειρά, με θέλημά της κι όχι

      από κανέν' αναγκασμένη, εκάθησε άλλη

      θυγατέρα της Γης, η τιτανίδα η Φοίβη

      και αυτή γενέθλιο τόδωκε δώρο στο Φοίβο,

      πούχει της μάμης τόνομα παράνομα του.

      Κι αυτός της Δήλου αφίνοντας λίμνη και ξέρες,

      στους ήμερους γιαλούς άραξε της Παλλάδος

      κ' ήρθ' από κει σ' αυτή του Παρνασού τη χώρα

      και τον ξεπροβοδίζανε με πολύ σέβας

      στρώνοντας δρόμο να διαβή οι γυιοί του Ηφαίστου

      κ' ήμερη κάνοντας τη γη πούταν πριν άγρια.

      Και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλες

      κι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.

      Κι ο Δίας στο νου του εμπνέοντας τη θεία την τέχνη

      τον βάζει μάντη τέταρτο σ' αυτούς τους θρόνους,

      κ' είναι του Δία πατέρα του ο Λοξίας προφήτης.

      Απ τους θεούς αυτούς αρχίζω τις ευχές μου·

      και την Προναία δοξολογώ Παλλάδα πρώτη

      κ' υμνώ τις νύφες πόχουν το Κωρύκιον άντρον,

      φώλιασμα των πουλιών και των θεών συχνάσμα

        – τον τόπον έχει ο Βρόμιος, δεν το ξεχάνω,

      αφόντας ο θεός ωδήγησε τις Βάκχες

      κ' έβαλε σα λαγό να σχίσουν τον Πενθέα· -

      και τις πηγές του Πλείστου και του Ποσειδώνα

      την δύναμιν υμνόντας και τον τέλειο Δία

      έπειτα μάντισσα στον τρίποδα καθίζω.

      Και τώρ' ας δώσουν από πριν πολύ πιο κάλλια

      να μου συντύχη το έμπασα· και με τον κλήρο

      όσοι είναι ας έρθουν Έλληνες, κατά το νόμο·

      γιατ' όπως οδηγάει ο θεός και προφητεύω.

      Ω, τρόμος ναν το πης και τρόμος ναντιβλέψης

      μ' έδιωξεν όξω από τα σπίτια του Λοξία

      που μήτε νόχω ανάκαρα, μουδ' όρθια στέκω,

      και τρέχω με τα χέρια αντίς με τα κανιά μου

      γιατί είναι τίποτα η γρηά σαν πάρη φόβο!

      Μπαίνω λοιπόν στο πολυστέφανο το βάθος

      όπου θωρώ κάποιο θεοκατάρατο άνδρα

      πάνου στον ομφαλό να κάθουνταν ικέτης

      κ' αίμα τα χέρια του έσταζαν και το σπαθί του

      γυμνό κρατούσε κι' αψηλόν ελιάς κλωνάρι

      με λήνον μεγαλώτατο σεμνά ζωσμένο,

      μ' άσπρο μαλλί, για να σου δώσω να το νοιώσης·

      και μπρος στον άντρ' αυτό φριχτό καρτέρι

      κοιμάται γυναικών, σε θρόνους καθισμένες·

      όχι γυναίκες μα Γοργόνες λέω πως νάναι,

      μα ουδέ και με Γοργόνες πάλιν απεικάζω

      γιατί τις έχω κάπου ιδή ζωγραφισμένες

      ν' αρπάζουν του Φινέα το δείπνο· μ' αυτές όμως

      φτερά δεν έχουν, μαύρες και σιχάμματα είναι

      και