Название | Αγαμέμνων |
---|---|
Автор произведения | Aeschylus |
Жанр | Зарубежная драматургия |
Серия | |
Издательство | Зарубежная драматургия |
Год выпуска | 0 |
isbn |
Φυσικώ τω λόγω η δολοφονία του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του Κλυταιμνήστρας και του εραστού της Αιγίσθου ώφειλε ναποτελέση το πρώτον δράμα της τριλογίας. Η Κλυταιμνήστρα με φοβεράν ψυχραιμίαν και αγρίαν χαράν καυχάται διά την πράξιν της, την οποίαν θεωρεί ως δικαιοτάτην εκδίκησιν διά την θυσίαν της κόρης της Ιφιγενείας και διά τας συζυγικάς απιστίας του Αγαμέμνονος, όστις δεν ώκνησε να παρουσιασθή επισήμως, κατά την επιστροφήν του, μετά της παλλακής του Κασσάνδρας. Ο Χορός, όστις κατά την απουσίαν του βασιλέως απετέλει το συμβούλιον του κράτους (δώδεκα γέροντες) εκφράζει μεν απ' αρχής την ανησυχίαν του διά την τελικήν έκβασιν της Τρωικής εκστρατείας, φοβείται την τύχην του Αγαμέμνονος, επί του οποίου βλέπει επικρεμάμενον τον φθόνον των θεών διά την αχαλίνωτον φιλοδοξίαν του και την υπεράνθρωπον ευτυχίαν του, δεν απατάται όμως ως προς τα αληθή ελατήρια της δολοφονίας, όταν εις το τέλος του δράματος παρουσιάζεται επί της σκηνής γαυριών και κομπάζων ο εραστής Αίγισθος. Η σκηνή τέλος, κατά την οποίαν η Κασσάνδρα, μένουσα μόνη μετά του Χορού προ των ανακτόρων, καταλαμβάνεται υπό του προφητικού οίστρου και αποκαλύπτει εις τον Χορόν το εκτελούμενον έγκλημα και θρηνολογεί συγχρόνως την ιδίαν της τύχην, αποτελεί μίαν από τας τραγικωτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς του παγκοσμίου θεάτρου.
Εννοείται ότι αι λοιπαί μεταβολαί, τας οποίας επέφερεν ο ποιητής εις τον μύθον, δεν υπηγορεύθησαν υπό πολιτικών λόγων· κατ' ανάγκην έμελλον να προέλθωσιν εκ της συγκρούσεως της παλαιάς δωρικής παραδόσεως προς το αττικόν πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκαιον των νεκρών (εις το οποίον κατά την δωρικήν παράδοσιν επιβάλλει σιγήν η βιαία παρέμβασις του Απόλλωνος αποκρούοντος τας Ερινύας διά των βελών του) ήτο πράγματα πολύ σεβαστά διά τον Αττικόν τον Ε' αιώνος, ώστε να ικανοποιήται ούτος διά της λύσεως ταύτης. Παρά τω Αισχύλω το έγκλημα του Ορέστου δεν δικαιολογείται, δεν αθωούται· ο μητροκτόνος απλώς λαμβάνει χάριν, διά της επεμβάσεως της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το ανθρωπινώτερον συναίσθημα της επιεικείας.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Απ' τους θεούς ζητώ να με γλυτώσουν τέλος
απ τα βάσαν' αυτά ολάκερο ένα χρόνο,
που σα σκυλλί στον άγκωνά μου πλαγιασμένος
φυλάω σκοπός πάνω στων Ατρειδών τη στέγη·
κ' έμαθα των νυχτερινών την σύναξι άστρων
κι αυτούς, που φέρνουν στους θνητούς χειμώνα ή θέρος,
τους άρχοντες που λαμπεροί ψηλά φαντάζουν.
Κι ακόμη καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,
τη λάμψι της φωτιάς, να φέρη από την Τροία
την είδησι πως πάρθηκε, γιατί έτσι ορίζει
η ανδρόψυχη καρδιά που ελπίζει της γυναίκας.
Κι όταν το αβόλευτο και δροσομουσκεμένο
με διώχνει στρώμα μου, που όνειρα δε γνωρίζει —
και πώς; αφού μου στέκει δίπλα πάντα ο φόβος
για να μην κλείση ο ύπνος τα ματόφυλλά μου
όταν βαλθώ να ψάλλω ή να μουρμουρίσω
για νάβρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,
πικρό μου γίνεται στο στόμα μοιρολόι
γι' αυτού του παλατιού τα πάθη, που σαν πρώτα
με τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.
Μα τώρ' ας πάρουν πια τα βάσανά μου τέλος,
που έλαμψε η καλοφάνερη φωτιά της νύχτας!
Χαίρε νυχτερινή λαμπάδα, που σαν μέρας
το φως σου δείχνεις και πολλούς χορούς μες στ' Άργος
μηνάς πως θα στηθούν για χάρι αυτής της τύχης.
Ε! ε!
Θα κράξω δυνατά στου Ατρείδη τη γυναίκα
ευθύς να σηκωθή απ' την κλίνη και στα σπίτια
φωνές χαράς, γι' αυτή τη λάμψι, να σηκώση
αν απ' αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλι
καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξη.
Και 'γώ καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,
γιατί θα πω δική μου των κυρίων την τύχη
τώρα που τρία έξ της φλόγας ρίχτει ο κύβος·
κι άμποτε νάρθη ο αφέντης μας και να του σφίξω
το σεβαστό του χέρι μέσα στο δικό μου.
Για τάλλα δε μιλώ· βώδι πατάει επάνω
στη γλώσσα μου· μα αν έπαιρνε φωνή το σπίτι
ξάστερα θε να τάλεγε· με νοιώθουν όσοι
τα ξέρουν κι όποιος δεν τα ξέρει ας μη με νοιώση.
Είναι αυτός τώρα ο δέκατος χρόνος, αφού
του Πριάμου ο αντίδικος ο δυνατός,
ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων μαζί,
τιμημένο απ' το Δία ζευγάρι
με σκήπτρο και θρόνο διπλό,
απ' τη χώραν αυτή
χίλια Αργίτικα σήκωσαν πλοία,
να ζητήσουν το δίκιο τους στα όπλα.
Απ' τα στήθια τους κράζοντας άγριαν αμάχη
σαν τους γύπες,
που με πόνο βαρύ των παιδιών τους
από πάνω απ' την άδεια τους κοίτη
φτερολάμνοντας στριφογυρίζουν,
όταν